Κάπνισμα
Οι βλαπτικές επιπτώσεις του καπνίσματος είναι γνωστές από πολλές μελέτες. Αποτελεί σημαντικός παράγοντας κινδύνου για στεφανιαία νόσο, αιφνίδιο καρδιακό θάνατο, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αρτηριοπάθεια και ανεύρυσμα αορτής. Σχετίζεται με περίπου τριπλάσιο κίνδυνο εμφράγματος μυοκαρδίου και διπλάσιο κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου. Σε συνδυασμό, με άλλον παράγοντα κινδύνου, πχ δυσλιπιδαιμία, το κάπνισμα οδηγεί σε 20πλάσιο κίνδυνο θανάτου ή εμφράγματος μυοκαρδίου. Δεν έχει βρεθεί ουδός βλαπτικού καπνίσματος, ενώ ο σχετικός κίνδυνος είναι ανάλογος του αριθμού τω τσιγάρων αλλά και της διάρκειας καπνίσματος. Οι ακριβείς μηχανισμοί αθηροσκλήρυνσης λόγω καπνίσματος δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Φαίνεται όμως ο΄τι το κάπνισμα επιταχύνει την αθηρωμάτωση και ευοδώνει την θρόμβωση, προάγει την συνάθροιση αιμοπεταλίων και την συγκόλλησή τους. Παράλληλα, αυξάνει την συγκέντρωση φλεγμονωδών παραγόντων, προκαλεί ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, αυξάνει τον κίνδυνο αγγειόσπασμου, διαταράσσει το σύστημα ινωδόλυσης και δημιουργεί συνθήκες αυξημένης θρομβογένεσης. Τέλος , το κάπνισμα προκαλεί έκλυση κατεχολαμινών, αυξάνει την αρτηριακή πίεση και την καρδιακή συχνότητα., διαταράσσοντας το ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης οξυγόνου στο μυοκάρδιο. Βλαπτικές επιπτώσεις έχει και το παθητικό κάπνισμα, καθώς αυξάνει τον σχετικό κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Ευτυχώς, η διακοπή του καπνίσματος φαίνεται ότι μειώνει τον κίνδυνο σε μεγάλο βαθμό. Ο κίνδυνος εμφράγματος του μυοκαρδίου μπορεί να μειωθεί κατά το ένα τρίτο το πρώτο έτος μετά τη διακοπή, ενώ ο κίνδυνος για τους πρώην καπνιστές πλησιάζει εκείνον των ατόμων που ουδέποτε κάπνισαν εντός 3-4ετών. Επιπροσθέτως, η διακοπή καπνίσματος οδηγεί σε μείωση του κινδύνου για εγκεφαλικά επεισόδια, σε βελτίωση των συμπτωμάτων χωλότητας κάτω άκρων και μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης ανευρυσματικών διατάσεων κοιλιακής αορτής. |
Η παρέμβαση του ιατρού στην διακοπή καπνίσματος, είναι αφ’ενός συμβουλευτική, αλλά και σύσταση φαρμακευτικής αγωγής, (υποκατάστατα νικοτίνης και σεροτονινεργικές ουσίες πχ βουσπιρόνη, βουπροπιόνη και βαρενικικλίνη), φάρμακα που στοχεύουν στην νευροβιολογία του εθισμού στην νικοτίνη, με αποτέλεσμα την άμβλυνση των συμπτωμάτων στέρησης, αλλά και την στέρηση της ευχαρίστησης σε περίπτωση που ο καπνιστής δοκιμάσει ξανά να καπνίσει. Πρωτεύοντα ρόλο στην διακοπή αυτής της βλαπτικής συνήθειας, είναι η επιθυμία του ασθενούς να συμμορφωθεί.