 |
Η διάταση της αορτικής ρίζας και του αορτικού δακτυλίου, η δίπτυχη αορτική βαλβίδα, η λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα των αορτικών πτυχών , η μυξωματώδης εκφύλιση και ο ρευματικός πυρετός αποτελούν τα συχνότερα αίτια ανεπάρκειας της αορτικής βαλβίδας. Παθογενετικά, ενώ η αορτική βαλβίδα είναι κλειστή, παλινδρομεί όγκος αίματος από την αορτή προς την αριστερή κοιλία. Αυξάνεται ο συνολικός όγκος αίματος που αναγκάζεται να εξωθήσει η αριστερή κοιλία σε κάθε συστολή. Προοδευτικά, η χρόνια αύξηση του προφορτίου της αριστερής κοιλίας επιφέρει δομικές αλλαγές στα τοιχώματα και τις διαστάσεις της, οδηγεί σε έκκεντρη αναδιαμόρφωση, με αποτέλεσμα την σταδιακή επιβάρυνση της συστολικής και διαστολικής λειτουργίας. Ο ασθενής αναφέρει αίσθημα παλμών, εύκολη κόπωση, δύσπνοια προσπαθείας, ορθόπνοια, στηθάγχη. Ο συνδυασμός συμπτωμάτων, φυσικής εξέτασης και υπερηχοκαρδιογραφικής μελέτης θέτουν τη διάγνωση. Η κλινική πορεία και πρόγνωση εξαρτάται από την βαρύτητα της ανεπάρκειας και την παρουσία ή μη συστολικής δυσπραγίας της αριστερής κοιλίας. Η θεραπεία είναι σε πρώτο χρόνο φαρμακευτική και σε δεύτερο χρόνο χειρουργική, όταν πληρούνται κριτήρια αντικατάστασης ή διόρθωσης της αορτικής βαλβίδας. |