|
Αποτελεί νοσολογική οντότητα με σοβαρές επιπτώσεις για το αναπνευστικό και καρδιαγγειακό σύστημα. Διακρίνεται σε εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση και πνευμονική εμβολή. Η παθοφυσιολογία της θρομβοεμβολής πνευμόνων, βασίζεται στην απόφραξη ενός ή περισσοτέρων κλάδων της πνευμονικής αρτηρίας από ξένο σώμα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων θρόμβο αίματος. Ο Virchow πρώτος ανακοίνωσε τις παρατηρήσεις του από νεκροτομικό υλικό, και χαρακτήρισε ως θρόμβο το «στερεοποιηθέν εν ζωή αίμα εντός της κυκλοφορίας». Η απόφραξη είναι δυνατόν επίσης να προκληθεί από αέρα, λίπος, τεμάχια μυξώματος, νεοπλασματικούς ιστούς. Βασικές αιτίες δημιουργίας θρόμβου στο φλεβικό δίκτυο είναι ο τραυματισμός του ενδοθηλίου, η αργή ροή αίματος, η υπερπηκτικότητα, η παρατεταμένη κατάκλιση ασθενούς, οι χειρουργικές επεμβάσεις, τα κατάγματα, η εγκυμοσύνη, η λήψη φαρμάκων και τέλος γενετικά αίτια θρομβοφιλίας. Συνηθέστερα, η θρόμβωση αφορά στις φλέβες των κάτω άκρων, αποσπάται τμήμα του θρόμβου, και μέσω της απορροής αίματος, οδηγείται μέσω του φλεβικού δικτύου στις δεξιές καρδιακές κοιλότητες και εμβολίζει κλάδο της πνευμονικής αρτηρίας. Η απόφραξη του αγγειακού πνευμονικού δικτύου, επιβαρύνει το αναπνευστικό σύστημα και δυνητικά το καρδιαγγειακό, με πιθανή ακόμη και την οξεία δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια, που οδηγεί σε αιμοδυναμική αστάθεια και αιφνίδια κατάρριψη του ασθενούς. Η έγκαιρη διάγνωση της εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης και της επακόλουθης πνευμονικής εμβολής, παίζει σημαντικό ρόλο στην άμεση θεραπευτική αγωγή και καλή πρόγνωση του ασθενούς. Η διάγνωση συχνά διαλλάθει, διότι πολλοί ασθενείς παραμένουν ασυμπτωματικοί. Καθοριστικής σημασίας, είναι η εγρήγορση των θεραπόντων ιατρών στην πρόληψη τέτοιων επεισοδίων, εφαρμόζοντας προληπτική αντιπηκτική αγωγή. Αν δεν εφαρμοστεί έγκαιρα η κατάλληλη θεραπεία, το 1/3 των ασθενών που θα επιβιώσουν του πρώτου επεισοδίου θρόμβωσης, θα καταλήξουν από υποτροπή. |