Πνευμονική Υπέρταση
Νοσολογική οντότητα κατά την οποία αυξάνεται η πίεση εντός του πνευμονικού αρτηριακού δικτύου πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα. Τιμές συστολικής πνευμονικής πίεσης σταθερά πάνω από 30mmHg, ή μέσης πνευμονικής πίεσης πάνω από 20mmHg, είναι διαγνωστικά πνευμονικής υπέρτασης. Η πνευμονική κυκλοφορία διαφέρει από το υπόλοιπο αρτηριακό δίκτυο, καθώς δέχεται την παροχή αίματος από την δεξιά κοιλία και στερείται μηχανισμών ρύθμισης της πίεσης της. Το αγγειακό δίκτυο των πνευμόνων είναι υψηλής χωρητικότητας, μεγάλης διατασιμότητας και χαμηλών αντιστάσεων. Όταν εγκαθίσταται πνευμονική υπέρταση, οξέως ή χρόνιος το δίκτυο υφίσταται δομικές και λειτουργικές αλλαγές, που μειώνουν την διατασιμότητα και χωρητικότητα του. |
Διακρίνεται σε οξεία αύξηση της πίεσης, κυρίως επί εδάφους πνευμονικής εμβολής ή επί συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας ενηλίκων, (ARDS) και σε χρόνια. Άλλη ταξινόμηση της Πνευμονικής Υπέρτασης είναι πρωτοπαθής και δευτεροπαθής
- Πρωτοπαθής Πνευμονική Υπερταση, σπάνια, αγνώστου αιτιολογίας σοβαρή νόσος, που προσβάλλει τους μικρούς κλάδους της πνευμονικής αρτηρίας, απαντάται κύρια σε νέες γυναίκες.
- Δευτεροπαθής Πνευμονική Υπέρταση, συχνότερη, οφειλόμενη σε ποικίλα αίτια προσβολής, είτε της αριστερής κοιλίας, αριστερού κόλπου, βαλβιδοπάθειες, (πνευμονική φλεβική υπέρταση), είτε του αναπνευστικού συστήματος, χρόνιας υποξίας και χρόνιας θρομβοεμβολικής νόσου πνευμόνων, είτε ως αποτέλεσμα υποκείμενων συγγενών καρδιοπαθειών (πνευμονική αρτηριακή υπέρταση).
Η πνευμονική υπέρταση προκαλεί κλινικές εκδηλώσεις των οποίων η παθοφυσιολογική βάση σχετίζεται με την δευτεροπαθή υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας ή της προοδευτικής δεξιάς καρδιακής ανεπάρκειας. Δύσπνοια, εύκολη κόπωση, προκάρδιο άλγος είναι συχνά συμπτώματα. Η συμπτωματολογία, η φυσική εξέταση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα, ο υπέρηχος καρδίας, η αξονική τομογραφία θώρακος (με ή χωρίς αγγειογραφία πνευμόνων), και ο δεξιός καθετηριασμός θέτουν την διάγνωση. Η φαρμακευτική αγωγή έχει στόχο μέσω αγγειοδραστικών ουσιών να μειώσει την πνευμονική αρτηριακή πίεση, ενώ στην περίπτωση της πνευμονικής φλεβικής υπέρτασης, η θεραπεία της υποκείμενης καρδιακής νόσου είναι επιβεβλημένη. Η οξυγονοθεραπεία, η αγωγή καρδιακής ανεπάρκειας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες και η αντιπηκτική αγωγή εφαρμόζονται κατά περίπτωση. Μια πληθώρα νέων φαρμάκων χορηγούνται, κυρίως στην πρωτοπαθή πνευμονική υπέρταση, συμβάλλοντας σημαντικά στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Τέλος η μεταμόσχευση καρδίας/πνευμόνων μπορεί να είναι μονόδρομος για τον ασθενή.